- παραβιασμος
- παραβιασμόςπαρα-βιασμόςὅ применение силы, насилие Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραβιασμός — ὁ, Α [παραβιάζω] ενέργεια αντίθετη προς το δίκαιο, τον νόμο ή τη φύση … Dictionary of Greek
παραβιασμοῖς — παραβιασμός forcing of nature masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)